Φυσικά, ανοιχτήκαμε και σε άλλα θέματα, όπως τους λόγους της πτώσης της δισκογραφίας, το top των πωλήσεων των δίσκων, τα κυρίαρχα είδη και καλλιτέχνες, καθώς και τους δημιουργούς και τους τραγουδιστές με τους περισσότερους δίσκους και τραγούδια. Και, βέβαια, για το επίμαχο θέμα, cd vs internet!
Εγώ ένα έχω να πω, κλείνοντας αυτήν την εισαγωγή μου, από τότε που κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση της, δεν νοείται ελληνική δισκογραφία χωρίς την «Ελληνική Δισκογραφία» του Πέτρου Δραγουμάνου.
Πέτρος Δραγουμάνος: Ο μαθηματικός στα νιάτα του ήταν ροκάς. Είχε βιβλία για τα συγκροτήματα και τους τραγουδιστές, της ροκ, της ποπ, αμερικάνους, ευρωπαίους και ότι άλλο υπήρχε από τις δεκαετίες του 1950 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Βιβλία αμερικάνικα, αγγλικά και γερμανικά. Όταν τριαντάρησα και απέκτησα ενδιαφέρον και για τα λαϊκά, έψαξα να βρω βιβλία για τους ελληνικούς δίσκους. Δεν υπήρχε ούτε ένα. Μόνο μερικές βιογραφίες ελλήνων τραγουδιστών, χωρίς χρονολογίες, σαν να επρόκειτο για διαχρονικούς ήρωες παραμυθιών. Είχα σπουδάσει και προγραμματισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αποφάσισα να φτιάξω μία βάση δεδομένων της ελληνικής δισκογραφίας. Η αρχική σκέψη ήταν ότι να αποκτήσω πληροφορίες για προσωπική χρήση. Στην πορεία προέκυψε ενδιαφέρον και από άλλους.
Πόσο κοπιαστική ήταν η όλη δουλειά και πόσο χρόνο σου πήρε για να φτάσεις στην πρώτη έκδοση; Αντιμετώπισες δυσκολίες στην πρόσβαση των αρχείων, των στοιχείων και των πληροφοριών;
Π. Δ.: Ξεκίνησα την καταγραφή το 1985. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε το 1990. Αρχικά κατέγραψα δισκοθήκες φίλων. Η πρώτη μεγάλη δισκοθήκη στην οποία απέκτησα πρόσβαση, ήταν του Γιώργου Τσάμπρα. Αυτός ήταν ο πρώτος που με παρότρυνε να το αντιμετωπίσω επαγγελματικά. Αργότερα χρησιμοποίησα καταλόγους των δισκογραφικών εταιρειών. Μετά την έκδοση του βιβλίου «Ελληνική Δισκογραφία 1960 – 1990» από τις εκδόσεις Λιβάνη, οι δισκογραφικές με βοήθησαν όσο μπορούσαν. Τότε ήμουν ένας περίεργος που ήξερε υπολογιστές. Ούτε οι εταιρείες χρησιμοποιούσαν υπολογιστές. Οι πληροφορίες που αντλούσαν από το βιβλίο ήταν χρήσιμες και για τους υπαλλήλους και για τα στελέχη τους.
Π. Δ.: Το βιβλίο έχει εκδοθεί 6 φορές, με πιο πρόσφατο το “Ελληνική Δισκογραφία 1950-2007” (1300 σελίδες). Το DVD εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2003 από την Heaven. Έκτοτε υπάρχει μία έκδοση κάθε χρόνο.
Π. Δ.: Το musiconline είναι από τα παλαιότερα ελληνικά μουσικά site. Ξεκίνησε την δεκαετία του 1990. Προσφέρει:
• Καθημερινή ενημέρωση για τους νέους ελληνικούς δίσκους.
• Ένα πλήρη κατάλογο των ελληνικών δισκογραφικών εταιρειών.
• Τις κυκλοφορίες των κυριακάτικων εφημερίδων και πόσο αυτές επηρεάζονται από τα CDs και τα DVDs που προσφέρουν.
• Περιγραφή του DVD της Ελληνικής Δισκογραφίας 1950 – 2011, τι πληροφορίες περιέχει, πως μπορεί να το προμηθευτεί ο ενδιαφερόμενος.
Την τελευταία 20ετία παρατηρείται μια συνεχής κι εντεινόμενη πτώση των πωλήσεων των δίσκων. Αρκεί να θυμίσω, ότι ο πλατινένιος και χρυσός δίσκος, έχει κατέβει από τις 100.000 και τις 50.000 αντίστοιχα, στις 12.000 κι 6000! Άρχισε, νομίζω, σιγά-σιγά, αυτή η πτώση, με την αλλαγή του μέσου (από το βινύλιο στο cd) και κορυφώθηκε με την κυριαρχία του ιντερνέτ και τα παράνομα κατεβάσματα τραγουδιών. Συμφωνείς;
Π. Δ.: Άρχισε η πτώση των πωλήσεων, όταν από τα αναλογικά μέσα εγγραφής και αναπαραγωγής, μεταφερθήκαμε στα ψηφιακά. Ότι είναι ψηφιακό μεταφέρεται μέσα από τις τηλεπικοινωνιακές γραμμές και αναπαράγεται χωρίς να επηρεάζεται η ποιότητα του ήχου. Όλα αλλάζουν, αναμενόμενο να μεταβληθεί και ο τρόπος μετάδοσης της μουσικής.
Εσύ πως βλέπεις το μέλλον της δισκογραφίας, θα έρθει η στιγμή που και το cd θα περάσει στην ιστορία και τα τραγούδια θα διακινούνται αποκλειστικά στο ιντερνέτ;
Π. Δ.: Σήμερα τα τραγούδια ξεκινούν την καριέρα τους από το internet. Οι τραγουδιστές όμως επιμένουν να υπάρχει και το CD. Χωρίς αυτό νοιώθουν άτεκνοι. Γι αυτό πληρώνουν για να το φτιάξουν, γνωρίζοντας ότι κυρίως θα το μοιράσουν και λιγότερο θα το πουλήσουν. Για αρκετά χρόνια ακόμα το CD θα αποτελεί την απόδειξη αναγνώρισης και επαγγελματικής ύπαρξης που επιθυμεί ο επαγγελματίας τραγουδιστής.
Ένα από τα πιο πολύτιμα στοιχεία της «Ελληνικής Δισκογραφίας» σας, είναι οι πωλήσεις των δίσκων (πλατινένιοι & χρυσοί), όπου μας δείχνουν τα κυρίαρχα, στο ευρύ κοινό, είδη τραγουδιού, καθώς και των ερμηνευτών και δημιουργών. Κάποιοι αμφισβητούν αυτά τα νούμερα, μπορείτε να μας πείτε πως προκύπτουν και πόσο έγκυρα είναι;
Π. Δ.: Είναι πάνω από 25 χρόνια που καταγράφω τα δεδομένα της Ελληνικής Δισκογραφίας. Την δεκαετία του 1990 ρώτησα τις δισκογραφικές εταιρείες ποιοι δίσκοι τους έγιναν χρυσοί. Μου έδειξαν πλακέτες απονομής χρυσού δίσκου κρεμασμένους στους τοίχους και μου είπαν: Σημείωνε όποτε βλέπεις κάτι τέτοιο. Άλλος τρόπος για να μάθεις ποιοι δίσκοι έγιναν χρυσοί δεν υπάρχει. Τα στοιχεία για χρυσούς και πλατινένιους δίσκους από τις δεκαετίες 1970 και 1980, που υπάρχουν στον Κατάλογο της Ελληνικής Δισκογραφίας, προέκυψαν με τον τρόπο που περιέγραψα. Από την δεκαετία του 1990 και μετά υπήρχαν επίσημες ανακοινώσεις της IFPI, για τις απονομές χρυσών και πλατινένιων δίσκων. Εγώ σημειώνω δίπλα σε κάθε χρυσό / πλατινένιο δίσκο, τις ακριβείς πωλήσεις, γιατί τα όρια απονομής άλλαξαν πολλές φορές, από το 1990 και μετά.
Παρατηρώντας, πάντως, κανείς τις υψηλότερες πωλήσεις δίσκων από τα στοιχεία της «Ελληνικής Δισκογραφίας», βλέπει να καταρρίπτονται κι οι μύθοι του τραγουδιού μας. Για παράδειγμα, πρώτος σε πωλήσεις συνθέτης δεν είναι ο Θεοδωράκης, αλλά ο Πλέσσας με το «Δρόμο», ο Χατζιδάκις απουσιάζει εντελώς, ενώ μέσα στο TOP-10 είναι ο Καρβέλας κι ο Φοίβος! Το ίδιο και στους τραγουδιστές, δεν κυριαρχούν οι μύθοι Καζαντζίδης και Μπιθικώτσης, αλλά ο Νταλάρας κι ο Πάριος. Ή, απουσιάζουν μεγάλες τραγουδίστριες σαν την Μοσχολιού και την Αλεξίου, ενώ υπάρχουν η Βίσση κι η Βανδή. Εσείς πως το ερμηνεύετε αυτό;
Π. Δ.: Αυτός ο ανόητος διαχωρισμός των τραγουδιών μας, σε έντεχνα και εμπορικά, χώρισε και τους δημιουργούς. Οι έντεχνοι συνθέτες πολλές φορές αρνήθηκαν την επίσημη ανακήρυξη δίσκου τους σε χρυσό. Η εταιρεία Lyra δεν έδινε χρυσό δίσκο, πριν από το 1984. Τα στατιστικά στοιχεία στην Ελλάδα, ήταν πάντα μια πονεμένη ιστορία. Ο χρυσός δίσκος ήταν και είναι κυρίως ένας τρόπος περαιτέρω διαφήμισης του τραγουδιστή και του δίσκου.
Γενικά, ποια βλέπετε να είναι, διαχρονικά, τα κυρίαρχα είδη τραγουδιού και καλλιτεχνών στο ευρύ κοινό;
Π.Δ.: Το τραγούδι κύκλους κάνει. Πάντα θα υπάρχουν τα λαϊκά και τα ηλεκτρικά, είτε τα λένε ροκ είτε ποπ.
Κι αν έρθουμε στο σήμερα, ποιοι είναι οι κυρίαρχοι καλλιτέχνες;
Π. Δ.: Ο Χατζηγιάννης, ο Πλούταρχος, ο Ρέμος, ο Κότσιρας.
Παρότι γκρινιάζουμε με την ποσοτική αλλά και ποιοτική πτώση της δισκογραφίας, εγώ βλέπω περισσότερες παραγωγές σε σχέση με το παρελθόν. Πως συνάδει αυτό με την γκρίνια που προανέφερα;
Π. Δ.: Οι δίσκοι που κυκλοφορούν κάθε χρόνο είναι περίπου 1200. Απ’ αυτούς οι 500 περιέχουν νέα τραγούδια. Οι υπόλοιποι είναι συλλογές, επανεκδόσεις και live ηχογραφήσεις. Όσο εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές, θα έχουμε και νέους δίσκους.
Π. Δ.: Απ’ τους συνθέτες προηγούνται σε αριθμό τραγουδιών οι Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Τσιτσάνης, Πλέσσας και Νικολόπουλος. Στιχουργοί με πολλά δισκογραφημένα τραγούδια είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Κώστας Βίρβος, ο Ηλίας Φιλίππου. Στους τραγουδιστές έχουμε Νταλάρα, Πάριο, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση. Στις τραγουδίστριες τις Αλεξίου, Βίσση, Γλυκερία, Μαρινέλλα. Πάντα μετράω δίσκους που περιέχουν καινούρια τραγούδια. Όχι συλλογές και επανεκδόσεις.
Ποια είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση που σου έχει αφήσει, επέτρεψέ μου τον χαρακτηρισμό, η τιτάνια έκδοση κι η συνεχής, ετήσια, ανανέωση της «Ελληνικής Δισκογραφίας»;
Π.Δ.: Τα καλά λόγια αυτών που αγοράζουν το βιβλίο και το DVD. Πολλοί απ’ αυτούς επανέρχονται μετά από ένα – δύο χρόνια για να αποκτήσουν νεώτερη ενημερωμένη έκδοση.
Π. Δ.: Η καταγραφή της ελληνικής δισκογραφικής παραγωγής είναι καθημερινή απασχόληση. Ξεκίνησε σαν χόμπυ για τις ελεύθερες ώρες μου. Σήμερα είναι επάγγελμα. Θα συνεχίσω, όσο υπάρχει προσωπική επιθυμία αλλά και ενδιαφέρον από τους άλλους. Θα βελτιώνω, ενημερώνω και πολλαπλασιάζω τις πληροφορίες που περιέχει.